Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2007

ΛΕΞΙΚΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΗΜΜΑ

Κουκουρούκου: (Επίθ.) Άνευ αξίας ή ουσίας, απατηλός, κίβδηλος, κενός περιεχομένου. Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε πρόσωπα, καταστάσεις και προϊόντα πνευματικής εργασίας. Ισοδύναμες εκφράσεις: "Αβαβά", "Άντε γεια", "Γου-Του-Που" (Ακρώνυμο εκ του "Για τον π...ο"). Π.χ. Το άτομο μπορεί να σου φανεί σοβαρό, αλλά είναι εντελώς κουκουρούκου. - Κουκουρούκου σύσκεψη ήταν, επειδή ο υπουργός είχε έρθει αδιάβαστος.